- ὑπαΐδιος
- ὑπαΐδιος οἶκος,A eternal, of the grave, IG5(1).734 ([place name] Sparta): or perh. underground ([etym.] αἶα), cf. ὑπόγαιος and ὑπογαΐδιος, καταγαΐδιοι (ὑπ' ἀίδιον IGl. c.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπαΐδιος — ον, Α φρ. «ὑπαΐδιος οἶκος» αυτός που βρίσκεται κάτω από τον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀΐδιος «αιώνιος»] … Dictionary of Greek